Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2012

Μαθαίνοντας το «όχι»!



Επικοινωνήσαμε με δύο διδάκτορες ψυχολόγους-ψυχοθεραπεύτες, τον κ. Παύλο Μεταξά και την κ. Λήδα Αναγνωστάκη, και με την βοήθειά τους «πιάσαμε» το πρόβλημα από την αρχή και καταλήξαμε σε ορισμένες «λύσεις» και συμβουλές προς «πελαγωμένους» γονείς.



Μαμά: Έλα Γιωργάκη να φας το φρούτο σου! 
Γιωργάκης: (τρέχει στο κατάστρωμα του πλοίου αμέριμνος) 
Μαμά: Γιωργάκη έλα εδώ! 
Γιωργάκης: (πλήρης αδιαφορία) 
Μαμά: (σηκώνεται, παίρνει τον Γιωργάκη αγκαλιά και τον καθίζει με το ζόρι για να φάει το φρούτο) 
Γιωργάκης: (αρχίζει να χτυπιέται, να κλαίει, να ουρλιάζει, να λέει ότι θέλει πατατάκια από το μπαρ του πλοίου) 
Μαμά: Πήγαινε βρε Μάκη (μπαμπάς) να του πάρεις πατατάκια! 
(πατατάκια καταφθάνουν, ανοίγουν, προσφέρονται – Γιωργάκης δεν θέλει τελικά πατατάκια – συνεχίζει να κλαίει και να χτυπιέται στην αγκαλιά της μαμάς) 
Μαμά: Ηρέμησε αγάπη μου, τι έχεις πάθει; Τώρα σε λίγο φτάνουμε. Ηρέμησε! Δώσε ένα φιλάκι στη μαμά! 
Γιωργάκης: (Χαστουκίζει τη μαμά και συνεχίζει να χτυπιέται) 
Μαμά: (Βάζει κάτω τον Γιωργάκη και τον αρχίζει στις γρήγορες)


Σε όλους έχει συμβεί να γίνουμε μάρτυρες παρόμοιων σκηνών. Όσοι δεν έχουν παιδιά σκέφτονται συνήθως πόσο κακομαθημένο μπορεί να είναι ένα παιδί και πως το δικό τους ποτέ δεν θα γίνει έτσι. Όσοι έχουν παιδιά αναρωτιούνται πού έχουν κάνει λάθος –και οι ίδιοι σαν γονείς, αλλά και η οικογένεια απέναντι. Οι περισσότεροι ξένοι τουρίστες, από την άλλη, σοκάρονται, τόσο με την συμπεριφορά των παιδιών όσο και με την αντίδραση των γονιών. Τι συμβαίνει τελικά; Είναι φυσιολογικό τα παιδιά να είναι τόσο ανυπάκουα, εγωκεντρικά και απαιτητικά; Υπάρχει τρόπος να μην είναι; Γιατί τα παιδάκια των ξένων δείχνουν τόσο ήσυχα και συνεργάσιμα; Υπάρχει τρόπος τα πρώτα χρόνια ενός παιδιού να είναι ήρεμα, χαρούμενα, χωρίς κλάματα και γκρίνιες –όπως αυτά που βλέπουμε στις διαφημίσεις;
Κάποιοι ονομάζουν την συμπεριφορά αυτή των παιδιών «χειριστική». Κάποιοι άλλοι μιλούν για «temper tantrum» και παιδικές κρίσεις. Όλοι πάντως συμφωνούν πως το πρόβλημα δεν ξεκινά από τα παιδιά, αλλά από τους γονείς, οι οποίοι κάπου φταίνε. Αλλά πού και πώς μπορούν να διορθώσουν το πρόβλημα; –αν, βέβαια, θεωρούν αυτή τη συμπεριφορά προβληματική και δεν αντιδρούν με το γνωστό «τι να κάνουμε; Παιδιά είναι!».
Επικοινωνήσαμε με δύο διδάκτορες ψυχολόγους-ψυχοθεραπεύτες, τον κ. Παύλο Μεταξά και την κ. Λήδα Αναγνωστάκη, και με την βοήθειά τους «πιάσαμε» το πρόβλημα από την αρχή και καταλήξαμε σε ορισμένες «λύσεις» και συμβουλές προς «πελαγωμένους» γονείς.

Η ανάγκη για τη μαμά

Σύμφωνα με τους ειδικούς το «πρόβλημα» ξεκινά ήδη από την βρεφική ηλικία –συγκεκριμένα από την ηλικία 0. Το βρέφος έχει ανάγκη την μητέρα του, την παρουσία της, την φωνή της, την μυρωδιά της και όταν την στερείται αναπτύσσει αισθήματα ανασφάλειας, τα οποία εκφράζει -πώς αλλιώς;- με το κλάμα. «Σε μία ιδανική κοινωνία», λέει ο κ. Μεταξάς, «η μητέρα θα έπρεπε αφού γεννήσει να παραμένει στο σπίτι με το παιδί τουλάχιστον για δέκα μήνες. Για να είναι πάντα εκεί, σε κάθε του ανάγκη, μέχρι το παιδί να αρχίσει σιγά-σιγά να γίνεται κάπως πιο αυτόνομο, να μπορεί δηλαδή να παίξει με κάποια παιχνίδια». Αυτό γιατί το μωρό μέχρι δέκα μηνών αισθάνεται τη μητέρα μέρος του εαυτού του και όταν την αποχωρίζεται για πολλές ώρες βιώνει έντονα το αίσθημα της απώλειας.
Μεγαλύτερη αυτονομία έρχεται μετά τα δυόμιση χρόνια, ενώ στα 3,5 πλέον το παιδί μπορεί να μείνει αρκετές ώρες μακριά από την μητέρα χωρίς να νιώθει ανασφάλεια.
Δεδομένων των συνθηκών, ωστόσο, οι σημερινές εργαζόμενες μητέρες αναγκάζονται να επιστρέψουν πολύ νωρίς στις δουλειές τους, αφού γεννήσουν, με αποτέλεσμα το βρέφος όχι μόνο να νιώθει ανασφάλεια τις ώρες που η μαμά λείπει, αλλά και να αντιλαμβάνεται, να «διαβάζει» στην συμπεριφορά της -άγνωστο το πώς- τις τύψεις που εκείνη νιώθει για την απουσία της όταν τελικά επιστρέψει από την δουλειά. Ακόμα και κατά τους πρώτους μήνες της ζωής του, λοιπόν, το μωρό «εκμεταλλεύεται» τις τύψεις αυτές με το να απαιτεί από τη μαμά να περνά όλον τον ελεύθερο χρόνο της μαζί του. Οι περισσότερες μαμάδες υποκύπτουν στην πολύ λογική αυτή ανάγκη του μωρού, σε σημείο που σχεδόν πάντα παραμελούν όχι μόνο τους συντρόφους τους αλλά και τις δικές τους ανάγκες, ενώ τους είναι αδύνατον να απομακρυνθούν από το μωρό, αφήνοντάς το π.χ. να κλαίει ή να γκρινιάζει, ακόμα και στις πιο προσωπικές στιγμές, όταν για παράδειγμα θέλουν να κάνουν μπάνιο, να φάνε, να ξεκουραστούν.
Είναι και αυτή μία από τις στιγμές που δημιουργούν στους γονείς ερωτήματα όπως «πώς μπορώ να έχω λίγο ελεύθερο χρόνο για εμένα και τον σύντροφό μου;». Οι απαντήσεις από τους ειδικούς διχάζονται. Mία άποψη είναι ότι ένα μωρό «γεμάτο», που δε νιώθει ανασφάλεια όταν για λίγη ώρα δεν βλέπει τη μαμά του, δεν έχει λόγο να αντιδρά υπερβολικά –π.χ. με κλάματα και φωνές. Αν το κάνει σημαίνει πως έχει ανάγκη από την αγκαλιά της μαμάς και εκείνη πρέπει να είναι εκεί για να του την προσφέρει. Η άλλη άποψη, όμως, λέει, πως ακόμα κι αν το παιδί έχει ανάγκη από προσοχή εκείνη την ώρα, ο γονιός οφείλει να αφιερώσει λίγο χρόνο στον εαυτό του και αυτό είναι κάτι στο οποίο το μωρό πρέπει να συνηθίζει.

Πότε ξεκινάει το «όχι»;

Κάπου εκεί ξεκινά το πρώτο «όχι» απέναντι στο μωρό, με την έννοια ότι οι γονείς εκ των πραγμάτων δεν γίνεται να το έχουν συνέχεια αγκαλιά και αυτό είναι κάτι που το μωρό πρέπει να αρχίσει να αντιλαμβάνεται –αρκεί, όταν το έχουν αγκαλιά να του αφιερώνουν πραγματικά ποιοτικό χρόνο.
Μεγαλώνοντας το βρέφος αρχίζει σιγά-σιγά να αποκόπτεται από την μαμά, να περπατά, να αγγίζει πράγματα, να συμμετέχει στις κοινωνικές συναναστροφές.Τότε αρχίζουν και οι κίνδυνοι, με την έννοια ότι το νήπιο πλέον μπορεί να χτυπήσει, να βάλει το δάχτυλο στην πρίζα, να κοπεί με ένα ψαλίδι. Και είναι τότε που ανακαλύπτει για πρώτη φορά το «όχι», όχι μόνο από την πλευρά του γονιού, αλλά και από την δική του μεριά, αφού αρχίζει για πρώτη φορά να αρνείται να κάνει πράγματα που ζητά ο γονιός. Είναι, επίσης, τότε που οι γονείς οφείλουν να βάλουν όρια στη συμπεριφορά του παιδιού. «Τα όρια είναι ασφάλεια», λέει η κ. Αναγνωστάκη. Το να ξέρουν τα παιδιά σε ποιο σημείο μπορούν να φτάσουν τα κάνει να νιώθουν ασφαλή και αυτό είναι ένα αίσθημα που θα τα ακολουθεί για πάντα.

Πώς λέμε «όχι» στα παιδιά;

Η πραγματικά δύσκολη ηλικία στο να ακούσει και συνεργαστεί ένα παιδί με τις επιθυμίες των γονιών είναι γύρω στα δύο χρόνια, σε αυτά που οι Αγγλοσάξωνες αποκαλούν αστειευόμενοι «terrible two». Είναι η ηλικία που το παιδί αρχίζει να αυτονομείται ουσιαστικά από τους γονείς, μαθαίνει σιγά-σιγά να συγκρατεί τις φυσικές του ανάγκες, σταματά σταδιακά να φορά πάνες, ελέγχει δηλαδή καλά πλέον το σώμα του, πράγμα που από μόνο του αποτελεί μεγάλη αλλαγή στην ψυχοσύνθεσή του. Βλέπει ότι αυτός ο έλεγχος ευχαριστεί τους γονείς και αυτό μπορεί να το χρησιμοποιήσει ακόμα και με τρόπο πεισματικό, για να κάνει ή να μην κάνει κάτι σε διάφορες περιστάσεις.
«Οι γονείς πρέπει να έχουν δώσει από νωρίς το μήνυμα στο παιδί για όσα δεν πρέπει να κάνει», λέει η κ. Αναγνωστάκη. Από την άλλη τονίζει τη σημασία του να καταλάβουν οι γονείς ότι το παιδί έχει δικαίωμα να πει «όχι» σε ορισμένες καταστάσεις, να φορέσει π.χ. μία μπλούζα αντί μιας άλλης, και ότι η άρνησή του αυτή θα πρέπει να γίνεται αποδεκτή. Επίσης, η ειδικός υπογραμμίζει την σημασία του να δίνει κανείς εναλλακτικές στο παιδί όταν του λέει «όχι». Για παράδειγμα "δε μπορείς να φας άλλα μπισκότα σήμερα, αλλά μπορείς να φας φρούτα". Τέλος, πρέπει πάντα να εξηγούμε γιατί λέμε «όχι» στα παιδιά μας, αν θέλουμε να «πιάσει τόπο» η άρνησή μας και να μην επαναλάβουν τη συγκεκριμένη συμπεριφορά και στο μέλλον.

Κρίσεις οργής

Δεν είναι λίγες, όμως, οι περιπτώσεις, όπως αυτή που περιγράφεται και στην αρχή, που τα παιδιά ξεσπούν έντονα, πιθανώς και βίαια, όταν «δεν γίνεται το δικό τους». Συχνά φτάνουν να χτυπήσουν τους γονείς, τα αδέρφια τους, ακόμα και τον ίδιο τους τον εαυτό. «Το χτύπημα προς τους γονείς εμφανίζεται μόνο σε παιδιά που είτε έχουν δει ότι υπάρχει βία μέσα στο σπίτι είτε έχει προηγηθεί ένας βαθμός βίαιης συμπεριφοράς του γονιού προς το παιδί –χωρίς να σημαίνει απαραίτητα ότι το έχουν χτυπήσει», λέει ο κ. Μεταξάς. Σύμφωνα με τον ίδιο μία τέτοια συμπεριφορά αποδεικνύει ότι το πρόβλημα σε αυτές τις περιπτώσεις το έχουν οι γονείς, και όχι τα παιδιά. Συμβαίνει γιατί οι περισσότεροι γονείς είναι αρχικά πολύ ελαστικοί με τα παιδιά τους και όταν πλέον η συμπεριφορά των παιδιών τους κουράζει γίνονται αμέσως πολύ απότομοι και αυστηροί –εξοργίζονται, φωνάζουν, τα χτυπούν. Και συμβουλεύει να αναζητήσουν βοήθεια από ειδικούς πριν αναπτύξουν τα παιδιά ακόμα πιο βίαιες συμπεριφορές.

Η καλύτερη άμεση αντιμετώπιση τέτοιων περιστατικών είναι να αφήσει ο γονιός το παιδί ήσυχο την δεδομένη στιγμή, λέει η κ. Αναγνωστάκη, και να του μιλήσει όταν πλέον θα έχει ηρεμήσει. Να του εξηγήσει για ποιον λόγο η συμπεριφορά του είναι λάθος, να κατανοήσει γιατί το παιδί έχει αυτή τη στάση (πώς νιώθει και γιατί) και είτε να βρει εναλλακτικές για να το κάνει να νιώσει καλύτερα είτε να του εξηγήσει γιατί δεν υπάρχουν εναλλακτικές.

Τι συμβουλεύουν οι ψυχολόγοι τους νέους γονείς

  • Να δίνουν στα παιδιά την προσοχή που χρειάζονται, όταν την χρειάζονται.
  • Να αρχίσουν να θέτουν όρια στην ηλικία των δύο ετών, προκειμένου να τους διδάξουν πώς να είναι ασφαλή. Ταυτόχρονα, όμως, να τους δίνουν εναλλακτικές στα «όχι» τους και να αφήνουν τα παιδιά να πάρουν πρωτοβουλίες.
  • Να έχουν μία συγκεκριμένη, σαφή στάση στους κανόνες και τα όρια που θέτουν, π.χ. να μην τα αναιρούν με την πρώτη ευκαιρία, για να είναι πειστικοί και να μη δημιουργήσουν σύγχυση και περαιτέρω ανασφάλεια στο παιδί.
  • Να ακολουθούν και οι δύο γονείς μία κοινή πορεία διαπαιδαγώγησης, να μην είναι ο ένας αυστηρός και ο άλλος να κάνει όλα τα χατίρια, γιατί το παιδί θα εκμεταλλευτεί την κατάσταση αυτή προς το συμφέρον του. Δεν θα πρέπει, λοιπόν, κάποιος γονιός να τροφοδοτεί αυτή την εκμετάλλευση.
  • Ο κ. Μεταξάς συμβουλεύει τους νέους γονείς να διαβάζουν βιβλία διαπαιδαγώγησης, τα οποία μπορούν να τους κατευθύνουν στο πώς να συμπεριφέρονται στο παιδί τους τα πρώτα χρόνια.
  • Να απευθύνονται στα παιδιά σα να είναι ενήλικες. Να τους μιλούν ήρεμα και ευγενικά. Να μην φωνάζουν, να είναι σίγουροι γι’αυτά που τους λένε, να είναι ψύχραιμοι και να μη δραματοποιούν καταστάσεις –πρόκειται για χαρακτηριστικά που παρατηρούνται στους περισσότερους γονείς της βορειοδυτικής Ευρώπης.
  • Ένα παιδί που μεγαλώνει σε ήρεμο και επικοινωνιακό περιβάλλον θα περάσει πιο «αναίμακτα» την δύσκολη περίοδο των δύο δυόμιση ετών –το ίδιο και οι γονείς.
Πηγή: In2life.gr

Επιστροφή στα σχολεία: Πώς θα τα πείσετε;



«Οι λόγοι που το παιδί δεν θέλει να επιστρέψει στο σχολείο μπορεί να έχουν να κάνουν με το σχολείο, με το σπίτι ή και με τα δύο», διευκρινίζει ο ψυχολόγος – οικογενειακός θεραπευτής κ. Παύλος Μεταξάς. 


Μην τα παρεξηγείτε. Ούτε εσείς είχατε καμία όρεξη να επιστρέψετε στην δουλειά όταν τελείωσαν οι διακοπές. Απλά σας λείπει αυτός ο ανέμελος, ειλικρινής αυθορμητισμός των παιδιών που δεν μασούν τα λόγια τους και δεν διστάζουν να πουν τα πράγματα όπως ακριβώς έχουν: «Δεν θέλω να πάω στο σχολείο». 

Τι μπορείτε να κάνετε; 
Οι πρώτες αγορές για τη νέα σχολική χρονιά η καινούργια σχολική τσάντα, οι μαρκαδόροι, ίσως κάποια ρούχα, όπως αθλητικά παπούτσια και φόρμες παίζουν σίγουρα κινητήριο ρόλο στο να βάλετε ξανά τα παιδιά στο κλίμα του σχολείου. 

Πολλές φορές, όμως, ούτε η αγαπημένη του τσάντα τρόλεϊ είναι αρκετή...
 
«Μισώ το σχολείο!»
Αν οι λέξεις αυτές σας θυμίζουν.. κάτι, είναι γιατί τα παιδιά που τις προφέρουν δεν είναι λίγα, τουλάχιστον στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού. Συνήθως το αρνητικό αυτό συναίσθημα για το σχολείο δεν διαρκεί πολύ. 

Μερικές εβδομάδες μετά την επιστροφή τα παιδιά συνηθίζουν, συντονίζονται με τους ρυθμούς του σχολείου και ξεχνούν τις πρώτες δύσκολες μέρες. 

Άλλες φορές, πάλι, η απέχθεια για το σχολείο μπορεί να διαρκέσει πολύ καιρό ίσως και όλη την σχολική χρονιά  και τότε απαιτεί από εσάς να λάβετε δραστικότερα μέτρα. Το παιδί πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι το σχολείο είναι κομμάτι της ζωής του και θα πρέπει μαζί να βρείτε έναν τρόπο να συμβιβαστεί με αυτή την ιδέα.

«Οι λόγοι που το παιδί δεν θέλει να επιστρέψει στο σχολείο μπορεί να έχουν να κάνουν με το σχολείο, με το σπίτι ή και με τα δύο», διευκρινίζει ο ψυχολόγος – οικογενειακός θεραπευτής κ. Παύλος Μεταξάς. 

Τα προβλήματα που έχουν να κάνουν με το σπίτι μπορεί να είναι θέματα αποχωρισμού, π.χ. να μην θέλει το παιδί να αφήσει την μητέρα μόνη στο σπίτι, θέματα ζήλιας, π.χ. να υπάρχει ένα μικρότερο αδερφάκι, το οποίο -στο μυαλό του παιδιού- «απειλεί» τον χώρο του, ή θέματα ανασφάλειας, π.χ. αν το παιδί είναι υπερπροστατευμένο από τους γονείς, πιθανώς να μην νιώθει άνετα μακριά τους.

Τα προβλήματα που έχουν να κάνουν με το σχολείο είτε αφορούν τους δασκάλους, π.χ. πιθανώς το παιδί να είχε την προηγούμενη χρονιά έναν δάσκαλο που το μάλωνε και το έκανε να νιώθει δυσάρεστα, είτε τους συμμαθητές του, οι οποίοι μπορεί να μην παίζουν μαζί του, να το κοροϊδεύουν, να το υποτιμούν.«Και πάλι τα προβλήματα αυτά έχουν να κάνουν με το σπίτι - με την οικογένεια», λέει ο κ. Μεταξάς και εξηγεί παρακάτω.

Σχετικά με την πρώτη περίπτωση, ο ίδιος εξηγεί πως το παιδί που δεν θέλει να πάει στο σχολείο θέτει ουσιαστικά το εξής θέμα: «Αν φύγω εσείς εδώ θα τα βγάλετε πέρα;». Ο λόγος που ασυνείδητα τίθεται αυτό το θέμα από την πλευρά του παιδιού είναι επειδή για κάποιο λόγο αυτό έχει πειστεί ότι πρέπει να βρίσκεται στο σπίτι για να λύσει τα δικά τους προβλήματα. 

Οι γονείς, λοιπόν, συμβουλεύει ο κ. Μεταξάς, πρέπει να συνειδητοποιήσουν πού έχουν φταίξει εκείνοι και νιώθει το παιδί έτσι, όχι ποιο είναι το πρόβλημα με το παιδί. Για παράδειγμα, αν οι γονείς τσακώνονται συχνά, το παιδί θέλει να μείνει στο σπίτι γιατί φοβάται μην χωρίσουν. Αν μία μητέρα είναι αδύναμη και αυτό μεταδίδεται στο παιδί, το παιδί δεν θέλει να πάει σχολείο για να μην την αφήσει μόνη και απροστάτευτη.

Στην δεύτερη περίπτωση, όταν το παιδί έχει πρόβλημα με το σχολείο, μία λύση, την οποία ο κ. Μεταξάς δεν συνιστά, είναι να αλλάξει σχολείο, ώστε να μην συναναστρέφεται πια με τους ίδιους δασκάλους και μαθητές. «Το καλύτερο που έχει ο γονιός να κάνει όταν το πρόβλημα δεν λύνεται με μία απλή συζήτηση είναι να απευθυνθεί σε κάποιον ειδικό, ο οποίος θα του υποδείξει πού κάνει λάθος και γιατί δε μπορεί να καλύψει το πρόβλημα του παιδιού», λέει. 

Το πιο σύνηθες λάθος που μπορεί να κάνει ο γονιός είναι ότι, συχνά άθελά του, μεταδίδει στο παιδί την μελαγχολία και το άγχος του αποχωρισμού εν όψει του σχολείου. «Αντίθετα, ο γονιός πρέπει να νιώθει ενθουσιασμό που το παιδί ξεκινά το σχολείο, που θα μάθει νέα πράγματα, θα συναναστραφεί με άλλους ανθρώπους και αυτόν τον ενθουσιασμό πρέπει να τον μεταδώσει και στο παιδί», καταλήγει ο κ. Μεταξάς.

Ο δεκάλογος του... «ψησίματος»
Με την βοήθεια της κλινικής ψυχολόγου-ψυχοθεραπεύτριας κ. Ευθυμίας Παυλάτου, δημιουργήσαμε έναν χρήσιμο για τον γονιό δεκάλογο με τα βήματα που πρέπει να κάνει για να πείσει το παιδί να θέλει να επιστρέψει στον σχολείο:

- Δημιουργήστε στα παιδιά αίσθημα ανυπομονησίας: Λίγες μέρες πριν την έναρξη των μαθημάτων, π.χ. δέκα μέρες ή μία εβδομάδα πριν, οι γονείς μπορούν να δημιουργήσουν ένα πλάνο αντίστροφης μέτρησης, η κάθε μέρα του οποίου θα περιλαμβάνει μία δραστηριότητα εν όψει του σχολείου. 

Ενδεικτικά, δέκα μέρες πριν την έναρξη των σχολείων μπορεί να οριστεί μία back-to-school shopping day, εννιά μέρες πριν τα παιδιά μπορούν να ετοιμάσουν τα καινούργια τους τετράδια, οκτώ μέρες πριν μπορούν να επισκεφθούν ένα βιβλιοπωλείο ή μία βιβλιοθήκη  και να αγοράσουν νέα εξωσχολικά βιβλία.

- Περιγράψτε τους αναλυτικά (ανάλογα με την ηλικία και τις ανάγκες του παιδιού) τι πρόκειται να συναντήσουν, τι θα κάνουν κάθε μέρα, ποιο είναι το σχολικό πρόγραμμα, το όνομα της δασκάλας, αναφέρετέ τους ότι πιθανότατα θα είναι μαζί με κάποια παιδιά που ήδη γνωρίζουν, ώστε να είναι προετοιμασμένα για το τι θα αντιμετωπίσουν.

- Παρουσιάστε τα καινούργια τους «καθήκοντα» ως ευκαιρίες για να μάθουν καινούργια, ενδιαφέροντα πράγματα και εξηγήστε πώς αυτά θα τους χρησιμέψουν (π.χ. θα μπορούν να διαβάζουν μόνα τους τα αγαπημένα τους περιοδικά, να γράφουν στον υπολογιστή κ.λ.π.) και ότι θα έχουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν νέους φίλους κ.λ.π.

- Κάποια παιδιά δεν αντιμετωπίζουν με ενθουσιασμό τις νέες εμπειρίες, αλλά αντίθετα με άγχος και ανασφάλεια. Σ' αυτά καλό είναι να τονίσετε πιο πολύ τις δραστηριότητες που θα τους είναι ήδη οικείες, αν υπάρχουν (π.χ. ότι θα ζωγραφίζουν, θα διαβάζουν βιβλία κ.λ.π.) και να τα προετοιμάσετε όσο μπορείτε για τα καινούργια, ίσως και κατόπιν ενημέρωσης από τη δασκάλα, ώστε οι πληροφορίες που θα τους δώσετε να είναι ακριβείς.

- Να τα ενημερώσετε για πρακτικά θέματα, όπως ποιος θα τα πηγαίνει και θα τα παίρνει από το σχολείο, τι ώρα κ.λ.π., ώστε να μη νιώθουν ανασφάλεια.

- Να τα ρωτήσετε για το τι μπορεί να τα φοβίζει ή να τα αγχώνει, τι νομίζουν τα ίδια ότι θα συναντήσουν (θυμηθείτε να δείχνετε απόλυτο σεβασμό στους φόβους τους) και να καταστρώσετε μαζί ένα «σχέδιο αντιμετώπισης» όσο το δυνατόν πιο αναλυτικό. Να τους θυμίσετε άλλες καταστάσεις που τα φόβιζαν και κατάφεραν να τις αντιμετωπίσουν με επιτυχία.

- Να μιλήσετε στα παιδιά για τις δικές σας εμπειρίες από το σχολείο (θετικές και αρνητικές, και πώς ξεπεράσατε οι ίδιοι ανάλογες δυσκολίες).

- Να κάνετε πάντα την πρώτη μέρα του σχολείου να μοιάζει ξεχωριστή: Σηκωθείτε νωρίς το πρωί, ετοιμάστε ένα υπέροχο πρωινό, βάλτε δυνατά μουσική και βγάλτε φωτογραφίες. Έτσι κάθε χρόνο η μέρα αυτή θα αποτελεί μία ιεροτελεστία που τα παιδιά δεν θα θέλουν να χάσουν.

Εναλλακτικά, μπορείτε να καθιερώσετε το μεσημέρι της πρώτης μέρας να τρώτε όλοι μαζί έξω, σε ένα αγαπημένο σας εστιατόριο, για να συζητάτε τα νέα της σημαντικής αυτής ημέρας.

- Να καταπολεμήσετε τους δικούς σας φόβους σχετικά με το πώς θα τα καταφέρει το παιδί και το δικό σας άγχος αποχωρισμού που μπορεί να κάνει το σχολείο, και γενικότερα τον «έξω κόσμο», να φαίνεται... βουνό!

- Αποδεσμεύστε τα: Αν δεν πρόκειται για την πρώτη χρονιά που το παιδί πάει σχολείο, φτάνοντας την πρώτη μέρα εκεί, αφήστε τα στο προαύλιο και μην τα συνοδεύσετε μέχρι μέσα. Μείνετε πίσω, παραμείνετε χαμογελαστοί και μετά από λίγο φύγετε. Από εκείνη την στιγμή και μέχρι την ώρα που θα σχολάσουν θα πρέπει να τα βγάλουν πέρα μόνα τους.

ΠΡΟΣΕΧΩΣ μπαμπάς: Τι να περιμένετε ;


Όσο για το αίσθημα χαράς του μέλλοντα χαζομπαμπά; «Κι αυτό ακόμη είναι θέμα εξατομίκευσης», μας λέει ο κ. Μεταξάς.


Το τεστ εγκυμοσύνης βγήκε θετικό. Από εκείνη την στιγμή και μετά, όλα μοιάζουν να αλλάζουν για τον άνδρα που «προκάλεσε» αυτό το αποτέλεσμα. Κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης, ο μέλλων μπαμπάς προετοιμάζεται για την πατρότητα και έχει να αντιμετωπίσει τις αλλαγές που συμβαίνουν στην σύντροφό του, στην σχέση τους και στον ίδιο του τον εαυτό.
Υπερισχύει τελικά η χαρά και η αισιοδοξία για τον ερχομό του «διαδόχου» ή αυτά τα αισθήματα μετριάζονται από το άγχος και τις παραπάνω ανησυχίες; Οι ξαφνικές μεταβολές της ψυχολογίας της εγκύου και το «πανηγύρι» των ορμονών της είναι γνωστό και πολυσυζητημένο θέμα, που καταλήγει στο εξής συμπέρασμα: Ο σύντροφός της πρέπει να την στηρίξει. Μήπως τελικά χρειάζεται και ο άνδρας στήριξη;
Ας δούμε τις αλλαγές και τις σκέψεις ενός μέλλοντα μπαμπά μία προς μία. Αρχικά, η σκέψη πως γίνεται οικογενειάρχης είναι από μόνη της ικανή να προκαλέσει ένα ντόμινο αλλαγών μέσα του. Σε λίγο καιρό, στο σπίτι δεν θα υπάρχουν δύο, αλλά τρεις. Τέρμα τα αστεία, οι περιπέτειες και όσα στίγματα εργένικης νοοτροπίας του είχαν απομείνει: η πατρότητα είναι μια full-time απασχόληση και απαιτεί στροφή προς την υπευθυνότητα.
Ρωτήσαμε τον Πέτρο, 37 ετών και «φρέσκο» πατέρα, ποια ήταν η μεγαλύτερή του ανησυχία όσο περίμενε να έρθει το παιδί: «Ευθύνες» μάς απαντά χωρίς δισταγμό, «ευθύνες για το παιδί που θα έρθει στον κόσμο». Βέβαια, μπορεί αυτή να είναι η μαγική λέξη που σχετίζεται με το άγχος εκείνης της περιόδου, αλλά «η χαρά που ένιωθα δεν επισκιάζεται από τίποτα», μάς λέει.
Οι αλλαγές όμως, δεν σχετίζονται μόνο με το παιδί. Ακόμη και όσοι προγραμμάτισαν την έλευση του παιδιού σε μια δεδομένη χρονική περίοδο, είναι λογικό να αντικρίσουν την έγκυο σύντροφό τους να «μεταμορφώνεται». Υπάρχει έντονος ο φόβος η εγκυμοσύνη –και κυρίως η μετά από αυτήν έλευση του παιδιού- να φέρει εντάσεις και άγχος, που πιθανόν να προκαλέσουν καβγάδες.
Ούτως ή άλλως, καθώς το σώμα της γυναίκας προσαρμόζεται στην εγκυμοσύνη, μεταβάλλονται οι σεξουαλικές διαθέσεις και από τις δύο πλευρές, καθώς η εικόνα του άνδρα για την γυναίκα αλλάζει. Άλλοι άνδρες προσαρμόζονται στα νέα δεδομένα πιο εύκολα, και έλκονται από τις καμπύλες και τον αέρα που αποπνέει η μέλλουσα μητέρα του παιδιού τους. Άλλοι άνδρες, πάλι, βλέπουν την ερωτική τους επιθυμία να υποχωρεί.
Συχνό ερώτημα των υποψήφιων γονιών είναι το κατά πόσον επιτρέπεται η σεξουαλική επαφή κατά το κρίσιμο αυτό εννιάμηνο. Ο άνδρας πιθανώς να βλέπει την γυναίκα ως εύθραυστο πλάσμα και να τρέμει το ρίσκο που θεωρεί πως θα έχει μια λάθος κίνησή του, κάτι που οφείλεται κυρίως σε άγνοια.
Φοβίες για την υγεία της εγκύου και του εμβρύου, για το αν όντως το παιδί είναι δικό τους και για τον θάνατο –η δημιουργία ζωής συνεπάγεται σκέψεις του άνδρα για την διαδοχή και την γρήγορη ροή του χρόνου για τον ίδιο- ίσως να φαίνονται παράλογοι, αλλά εμφανίζονται συχνά σε υποψήφιους πατέρες. «Δεν είναι παράλογες αυτές οι σκέψεις», μάς λέει ο κ. Παύλος Μεταξάς, ψυχολόγος-ψυχοθεραπευτής, «αλλά δεν είναι απαραίτητα συνειδητές, παρά μόνο αντιληπτές στην συμπεριφορά του άνδρα».
«Όλα αυτά είναι πάντα συνάρτηση της σχέσης του με την σύντροφό του», συνεχίζει ο κ. Μεταξάς. «Παράμετροι όπως αν η εγκυμοσύνη ήταν επιθυμητή, αν το ζευγάρι είναι ακόμη ερωτευμένο, αν υπάρχουν οικονομικές δυσκολίες, αν πρόκειται για το πρώτο παιδί, δημιουργούν περιορισμούς, τους οποίους ο άνδρας καλείται να επεξεργαστεί μέσα του», αναφέρει.
Ο μέλλων πατέρας αισθάνεται πως χάνει την πρωτοκαθεδρία στην σχέση. «Αυτό συμβαίνει γιατί η μητρότητα θεωρείται πιο σημαντική από την πατρότητα, καθώς στην ουσία η μητέρα είναι η «υπεύθυνη» για το παιδί. Στατιστικά, μάλιστα, ως αντίδραση, οι απιστίες των ανδρών που δεν έχουν καλή σχέση με την γυναίκα τους αυξάνονται κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης», λέει χαρακτηριστικά ο κ. Μεταξάς.
Η βιολογία βάζει με την σειρά της το λιθαράκι της στην προετοιμασία για την πατρότητα. Σύμφωνα με ιατρικές έρευνες, τα επίπεδα τεστοστερόνης του άνδρα πέφτουν κατά το τελευταίο τρίμηνο της κύησης της συντρόφου του. Το ίδιο συμβαίνει και με άλλες ορμόνες, όπως η προλακτίνη και η κορτιζόλη, κάτι που συνεχίζεται και κατά τους πρώτους μήνες μετά την πολυπόθητη γέννα. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως ο οργανισμός προλειαίνει το έδαφος για λιγότερο… γήπεδο και περισσότερη προσοχή στα εν οίκω, και ιδιαίτερα στο νεογέννητο.
Μάλιστα, σχετικό με τις παραπάνω αλλαγές είναι και το σύνδρομο Couvade, το οποίο κάνει την εμφάνισή του σε ορισμένες περιπτώσεις ανδρών. Αϋπνίες, αύξηση βάρους, ακόμη και πόνοι αντίστοιχοι με αυτούς της συντρόφου του είναι τα συμπτώματα του συνδρόμου των ανδρών, που δείχνουν να συμπάσχουν στην κυριολεξία με την επίτοκο. Κύριο άγχος τους είναι το πώς βιώνει η αγαπημένη τους την εγκυμοσύνη και την πιθανή αμφιθυμία που την συνοδεύει.
Πώς αντιμετωπίζονται όλα αυτά;
Ο άνδρας, εν ολίγοις, φαίνεται πως περνάει την δική του «εγκυμοσύνη», παράλληλα με αυτή της γυναίκας. Ποια είναι η λύση σε όλα αυτά τα ζητήματα που στριφογυρίζουν στο μυαλό του;
Η απάντηση, σύμφωνα με τον ειδικό, βρίσκεται στην «πρόληψη». «Μόνο αν υπάρχει καλή σχέση του ζευγαριού ως βάση, μειώνονται οι παραπάνω κίνδυνοι για την ψυχολογία του υποψήφιου πατέρα», επισημαίνει ο κ. Μεταξάς. «Συνοπτικά, θα έλεγα: Μην ξεκινάτε να κάνετε παιδί αν δεν είναι μια συνειδητοποιημένη, προγραμματισμένη, ώριμη επιλογή στο πλαίσιο μιας υγιούς σχέσης», συνεχίζει. Μία καλή σχέση, μπορεί να γίνει καλύτερη με το ενδεχόμενο μιας εγκυμοσύνης. Μια κακή σχέση, όχι. Εκεί εντοπίζεται και το λάθος των ζευγαριών που βλέπουν το παιδί ως σωσίβιο της σχέσης τους.
Στο εμπόριο υπάρχουν αρκετά βιβλία για γονείς. Στην πραγματικότητα όμως, όπως μας αναφέρει ο ψυχολόγος-ψυχοθεραπευτής, πρόκειται για γενικές οδηγίες, που δεν λαμβάνουν υπόψη την προσωπικότητα του κάθε άνδρα. Πιο ασφαλής επιλογή είναι η συμμετοχή σε ομάδα γονέων με συντονιστή-θεραπευτή, όπου η συμβουλευτική βοηθάει αποτελεσματικά.
Επίσης, για την περίπτωση των αποριών και των δισταγμών περί του σεξ κατά την εγκυμοσύνη, μία από κοινού επίσκεψη στον γυναικολόγο θα διαλύσει κάθε ανησυχία του άνδρα, που αν όλα κυλούν ομαλά για το έμβρυο, είναι αδικαιολόγητη. Οι περισσότεροι μάλιστα, συνιστούν, υπό τις κατάλληλες οδηγίες του γυναικολόγου, να υπάρχει σεξουαλική επαφή ακόμη και στον 9ο μήνα.
Όσο για το αίσθημα χαράς του μέλλοντα χαζομπαμπά; «Κι αυτό ακόμη είναι θέμα εξατομίκευσης», μας λέει ο κ. Μεταξάς. «Μπορεί όλοι να του δίνουν συγχαρητήρια, αλλά αυτός μέσα του να νιώθει αλλιώς. Είναι καθαρά θέμα της κουλτούρας του, των περιστάσεων και της ποιότητας της σχέσης που έχει με την γυναίκα του», καταλήγει.

Εξηγώντας στο παιδί το σεξ



Υπάρχει, λοιπόν, κάποιος κανόνας ηλικίας; Δεν είναι απλά θέμα ηλικίας, σύμφωνα με τον κ. Παύλο Μεταξά, ο οποίος μας λέει: «Η κατάλληλη στιγμή για να μιλήσετε στο παιδί σας, είναι όταν αυτό αρχίσει να ρωτάει». Απλό δεν είναι; «Αυτό είναι το βασικό μοτίβο. Δεν μαθαίνουμε στο παιδί μας πράγματα για τα οποία δεν ενδιαφέρεται», συνεχίζει.


Το ξέρουμε, είναι μία από τις πιο περίεργες στιγμές που καλείται να βιώσει ένας γονιός. Περίεργη μεν, απαραίτητη δε, η συζήτηση περί σεξ με το παιδί σας παίζει σημαντικότατο ρόλο στη σεξουαλική πορεία του. O ψυχολόγος-ψυχοθεραπευτής Παύλος Μεταξάς διευκρινίζει όλα όσα πρέπει να γνωρίζετε για τη «μεγάλη συζήτηση». Ποια είναι η κατάλληλη ηλικία για να ενημερωθεί ένα παιδί για το τόσο ευαίσθητο θέμα; Με ποια λόγια πρέπει να αρχίσετε; Πώς μπορείτε να αποφύγετε το «κοκκίνισμα» της ντροπής;


Ποια είναι η κατάλληλη ηλικία;

Από νωρίς, για να μην τα μάθει διαστρεβλωμένα από αλλού; Στα 8 του, που έχει αρχίσει να καταλαβαίνει περισσότερα; Στην εφηβεία, κατά την διάρκεια της οποίας «ξυπνά» η σεξουαλικότητά του; Πολλοί γονείς, αφού κάνουν στον εαυτό τους όλες αυτές τις ερωτήσεις, καταλήγουν στο βολικό «ας το αφήσω για άλλη φορά», η οποία συχνά δεν έρχεται ποτέ.
Υπάρχει, λοιπόν, κάποιος κανόνας ηλικίας; Δεν είναι απλά θέμα ηλικίας, σύμφωνα με τον κ. Παύλο Μεταξά, ο οποίος μας λέει: «Η κατάλληλη στιγμή για να μιλήσετε στο παιδί σας, είναι όταν αυτό αρχίσει να ρωτάει». Απλό δεν είναι; «Αυτό είναι το βασικό μοτίβο. Δεν μαθαίνουμε στο παιδί μας πράγματα για τα οποία δεν ενδιαφέρεται», συνεχίζει.
Πότε, όμως, ένα παιδί αρχίζει να αναρωτιέται για τα «ιδιαίτερα» σημεία του σώματός του; Στην ερώτησή μας, ο κ. Μεταξάς μας εκπλήσσει, απαντώντας: «Από μηδέν χρονών! Μπορεί ένα μικρό παιδί να μην γνωρίζει την έννοια του σεξ, αλλά γνωρίζει πολύ καλά την ευχαρίστηση των οργάνων του». Κυρίως τον πρώτο χρόνο της ζωής του, ένα παιδί αρέσκεται να αγγίζει τα γεννητικά του όργανα, κάτι που είναι ανάλογο με τον εφηβικό αυνανισμό, όπως μας λέει ο ψυχολόγος.

Πώς αρχίζει μια τέτοια συζήτηση και τι πρέπει να περιλαμβάνει;

Όλη η κουβέντα γύρω από το σεξ ή την αναπαραγωγή, όπως είπαμε, αρχίζει όταν το παιδί δείξει ότι ενδιαφέρεται για το θέμα και έχει απορίες. «Κάτι τέτοιο μπορεί να ξεκινήσει π.χ. με την ερώτηση ενός τετράχρονου παιδιού για το πώς γίνονται τα παιδιά», λέει ο κ. Μεταξάς. Όπως συμβουλεύει, οι απαντήσεις των γονέων πρέπει να είναι ακριβείς, απαντώντας μόνο σε αυτό που ρωτά το νεαρό μέλος της οικογένειας και ενθαρρύνοντάς το να εκφράσει κι άλλες απορίες. Για παράδειγμα, στην παραπάνω ερώτηση, η απλή απάντηση είναι «Από τον μπαμπά και την μαμά». Αν ζητήσει επεξήγηση, του μιλάτε για «τα σποράκια» του μπαμπά και της μαμάς που φτιάχνουν ένα μωράκι στην κοιλιά της μαμάς.
Είναι τελικά ξεπερασμένη η ιστορία με τις μελισσούλες και τα λουλουδάκια που μας έρχεται στο μυαλό όταν μιλάμε για το συγκεκριμένο ζήτημα; «Ίσως δεν είναι καθόλου ξεπερασμένη», μας απαντά ο κ. Μεταξάς, συνεχίζοντας: «Η ενημέρωση ότι όλα τα ζωάκια και τα πλάσματα αναπαράγονται με αυτόν τον τρόπο είναι μια καλή εισαγωγή στην συζήτηση». Οι γονείς, όμως, δεν πρέπει να μείνουν μόνο σε αυτό. Εξηγούν στο παιδί πως και τα… γατάκια κάνουν παιδιά με τον ίδιο τρόπο, αλλά οφείλουν να συνεχίσουν την κουβέντα, πάντα απαντώντας στις παιδικές ερωτήσεις.

Φόβοι και αμηχανία

Για πολλούς γονείς, το συγκεκριμένο θέμα είναι taboo. «Το πρόβλημα δεν είναι το πώς μιλάς σε ένα παιδί για το σεξ, αλλά το αν μιλάς», αναφέρει ο ψυχολόγος, λέγοντάς μας πως στην ελληνική κοινωνία, εξαιτίας κουλτούρας, παραδόσεων, θρησκείας κλπ, πολλοί αποφεύγουν όπως ο διάβολος το λιβάνι τέτοιες κουβέντες, λέγοντας ένα ξερό «θα μάθεις όταν μεγαλώσεις».
Ακόμη κι αυτοί που παίρνουν την απόφαση να καθίσουν με το παιδί τους για να το διαφωτίσουν περί των σεξουαλικών, νιώθουν μεγάλη ντροπή. «Τα παιδιά δεν έχουν κανέναν λόγο να ντρέπονται και να νιώθουν αμηχανία. Αντίθετα, οι γονείς είναι συχνά ενοχικοί ή έχουν πρόβλημα και με την δική τους σεξουαλικότητα, με αποτέλεσμα να μην μιλούν στο παιδί, όπως θα έπρεπε», επισημαίνει ο ειδικός.
Για τέτοιες περιπτώσεις, μας λέει, υπάρχουν ειδικά βιβλιαράκια ή και ντοκιμαντέρ, τα οποία μπορούν να συμβουλευτούν για περισσότερες πληροφορίες, προτού προχωρήσουν στην συζήτηση. Επίσης, το να αφήσουν το παιδί να ρωτάει και αυτοί απλώς να απαντούν θα μειώσει κατά πολύ την αμηχανία τους.
Δεν θα πρέπει να αγνοήσουμε έναν σημαντικό κανόνα: Πρέπει και οι δύο γονείς να μιλήσουν μαζί στο παιδί και να συμφωνούν μεταξύ τους, ώστε να μην δώσουν την εντύπωση πως μόνο ο ένας από τους δύο έχει άνεση, ενώ ο άλλος έχει κάποιο πρόβλημα στην επικοινωνία μαζί του. Επίσης, όπως μας ενημερώνει ο κ. Μεταξάς, δεν υπάρχει καμία διαφορά στην προσέγγιση ενός αγοριού και ενός κοριτσιού.

Τι ρόλο παίζουν οι άλλες πηγές «σεξουαλικής ενημέρωσης»;

Κάθε ρεαλιστής γονιός γνωρίζει πως αυτός δεν είναι η μόνη πηγή σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης για το παιδί του. Ένα βασικό πρόβλημα στην ενημέρωση ενός νεαρού παιδιού για το σεξ και την σεξουαλικότητα, είναι η παραπληροφόρηση από άλλες πηγές, όπως οι φίλοι του, οι οποίοι μεταφέρουν ό,τι ακούνε.
«Κάπως έτσι μεταφέρεται και ο μύθος πως ο αυνανισμός προκαλεί κώφωση», σημειώνει ο κ. Μεταξάς συμπληρώνοντας: «Σε αυτή την εποχή του internet και των σκληρών σκηνών στην τηλεόραση, αυτό που πρέπει αρχικά να κάνουν οι γονείς είναι να αποκλείουν τις πηγές σεξουαλικών εικόνων που τα παιδιά δεν είναι ακόμη έτοιμα να αποκτήσουν». Αυτό μπορεί να αρχίσει κλειδώνοντας τα συνδρομητικά κανάλια, ώστε να μην μπορεί ένα πεντάχρονο παιδί να εκτίθεται σε ερωτικές ταινίες.
Στην εφηβεία, τα πράγματα αλλάζουν. Ασφαλώς δεν είναι καταδικαστέο ένας έφηβος, που έχει αρχίσει να εξερευνά το σώμα του και τις σεξουαλικές του διαθέσεις να ενημερώνεται και από άλλες πηγές. Ωστόσο, πάντα η έγκαιρη τοποθέτηση των γονέων πάνω στο θέμα του σεξ προλαμβάνει στρεβλά πρότυπα που στην πορεία ένας νέος μπορεί να αποκτήσει. Όπως, άλλωστε αναφέρει και το βιβλίο «Teaching your children values» των υπευθύνων του site Valuesparenting.com, «Το να περιμένετε από το παιδί σας να ανακαλύψει μόνο του τι είναι σωστό, είναι σαν να το βάζετε σε μια μικρή βάρκα χωρίς κουπιά, η οποία κατευθύνεται προς έναν καταρράκτη». Φυσικά το ίδιο το παιδί θα επιλέξει τον δρόμο που θα πάρει, αλλά θα ήταν αμέλεια να μην του μεταφέρουν οι γονείς την πείρα τους.
Δεν είναι λιγότερο σημαντικός ο ρόλος του σχολείου στην ενημέρωση σχετικά με το σεξ. Πολύς λόγος έχει γίνει για το μάθημα της Σεξουαλικής Αγωγής και κατά πόσο αυτό θα πρέπει να υπάρχει στο σχολικό πρόγραμμα. «Ο γονιός δεν είναι υποχρεωμένος να ξέρει τα πάντα, δεν είναι γιατρός», μας λέει ο κ. Μεταξάς. «Γι’ αυτό, θα πρέπει να υπάρχει κάποιος ειδικός για τις μεγαλύτερες τάξεις του σχολείου, ο οποίος τουλάχιστον μια φορά τον μήνα να λύνει τις απορίες των μαθητών. Αυτό πρέπει να γίνεται σωστά, όμως, όχι π.χ. από τον φιλόλογο, αλλά από κάποιον εξειδικευμένο άνθρωπο», καταλήγει.
Το πόσο «εγκληματική» είναι η αμέλεια των γονέων να μιλήσουν στο παιδί τους για το σεξ αποτυπώνεται στο παρακάτω περιστατικό, με το οποίο έκλεισε η συζήτησή μας με τον ειδικό. «Κάποτε μία κοπέλα μου είπε πως κάνει έρωτα χωρίς προφύλαξη. Όταν την ρώτησα αν φοβάται μήπως μείνει έγκυος, μου απάντησε με απορία “Γίνεται έτσι να μείνω έγκυος;”»
Πηγή: In2life.gr 

Γιατί μπαμπά: Απαντήσεις στις παιδικές ερωτήσεις




«Ως βασικό κανόνα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι δεν πρέπει η απάντησή μας να περιλαμβάνει λεπτομέρειες που δε χρειάζεται το παιδί», επισημαίνει ο ψυχολόγος Παύλος Μεταξάς. 



της Ηρώς Κουνάδη

«Μπαμπά, τι είναι κομμουνιστής;». «Κομμουνιστής παιδί μου είναι αυτός που νοιάζεται για τους άλλους». Παύση. «Α, η θεία η Νότα ας πούμε (που κοιτάζει συνέχεια από το παράθυρο τι κάνουμε) είναι κομμουνίστρια». Ξεκαρδισμένη μαμά. «Όχι, όχι. Όταν λέμε νοιάζεται για τους άλλους, εννοούμε ότι θέλει να είναι όλοι καλά, να μην είναι κανείς φτωχός, να μην πεινάει κανένας». Παύση. «Μα αυτό είναι καλό». Ναι. «Τότε γιατί λέμε παλιοκουμμούνι;». Αληθινή ιστορία.

Το τι και πώς πρέπει να απαντάμε στις ερωτήσεις των παιδιών είναι ίσως το μεγαλύτερο, και πιο πολύπλευρο, από τα θέματα που έχουν να κάνουν με την ανατροφή τους. Ανάμεσα στις πιο απλές ερωτήσεις («πώς γίνονται τα παιδιά;») και τις πιο σύνθετες («τι είναι κομμουνιστής;») παρεμβάλλεται ένας ωκεανός γονεϊκών αποριών: λέμε την ωμή αλήθεια; Τη διανθίζουμε με στοιχεία παραμυθιού, για να είναι περισσότερο κατανοητή; Μέχρι ποια ηλικία είναι υγιές το παιδί να πιστεύει σε παραμύθια; Αναλύουμε το θέμα μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας; Κι αν ρωτήσει κάτι που δεν ξέρουμε;

«Ασφαλής» απάντηση σε όλα αυτά δεν υπάρχει. Η κάθε ερώτηση είναι διαφορετική, ακριβώς όπως διαφορετικό είναι κάθε παιδί. Ένας γενικός κανόνας λέει, κατ’ αρχάς, ότι οι απαντήσεις σε μια συγκεκριμένη ερώτηση διαφέρουν ανάλογα με την ηλικία του παιδιού. «Ως βασικό κανόνα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι δεν πρέπει η απάντησή μας να περιλαμβάνει λεπτομέρειες που δε χρειάζεται το παιδί», επισημαίνει ο ψυχολόγος Παύλος Μεταξάς. 

Απλά (;) πράγματα Ας ξεκινήσουμε με την ερώτηση «πώς γίνονται τα παιδιά». Ένα πολύ μικρό παιδί που θα ακούσει την απάντηση «τα παιδιά γίνονται από τον μπαμπά και την μαμά» μπορεί να μη ρωτήσει λεπτομέρειες. «Το παιδί κάνει μια πρώτη ερώτηση. Αυτό που έχει σημασία είναι, αφού απαντήσουμε απλά στην ερώτησή του, το πώς θα κάνει, και εάν κάνει, την επόμενη» εξηγεί ο κ. Μεταξάς.


Απαντάμε πάντα ανάλογα με την ερώτηση, δίνοντας την απλούστερη δυνατή απάντηση. Αν ρωτήσει, για παράδειγμα, «δηλαδή;» του εξηγούμε ότι για κάθε γέννηση, είτε αφορά τους ανθρώπους είτε τα ζωάκια, ένα αρσενικό κι ένα θηλυκό πρέπει να ενωθούν για να μπορέσει να γίνει ένα παιδάκι. Αν συνεχίσει «και πώς ενώνονται;» απαντάμε ότι χρησιμοποιούν τα γεννητικά τους όργανα. Αν ρωτήσει «τι είναι τα γεννητικά όργανα;» του εξηγούμε, και πάει λέγοντας. 

«Είναι βασικό να μην αρχίζουμε, με την αφορμή της ερώτησης, να κάνουμε ολόκληρο μάθημα κάθε φορά στο παιδί» τονίζει ο κ. Μεταξάς, «διότι ο τρόπος με τον οποίο επεξεργάζεται την πληροφορία αντιστοιχεί στην ακρίβεια της απάντησής μας. Άλλωστε, αυτό που ρωτάει κάθε φορά το παιδί είναι αυτό που θέλει να καταλάβει. Αν μπορούσε να επεξεργαστεί πιο σύνθετο θέμα θα έκανε πιο σύνθετη ερώτηση. Απαντάμε, λοιπόν, με ακρίβεια, χωρίς πολλές λεπτομέρειες, και προχωράμε ανάλογα με τις ερωτήσεις που συνεχίζει να κάνει, προσέχοντας πάντα να δίνουμε σωστές απαντήσεις». 


Φωτεινός παντογνώστης Και τι γίνεται με τις ερωτήσεις των οποίων δεν κατέχουμε τις σωστές απαντήσεις; Είναι προτιμότερο να πούμε στο παιδί ότι δεν ξέρουμε, για παράδειγμα, γιατί είναι μπλε ο ουρανός, ή γιατί βλέπουμε χρώματα, από το να εφεύρουμε μια απλοϊκή απάντηση, που ενδέχεται να είναι λάθος;

«Πάντοτε είναι καλύτερο το "δεν ξέρω"» λέει ο κ. Μεταξάς. «Στην αρχή τα παιδιά θεωρούν τους γονείς τους πάνσοφους, πράγμα που μέχρι τον τέταρτο χρόνο είναι ανάγκη τους, νιώθουν ασφαλή έτσι. Καθώς μεγαλώνουν, όμως, έχει σημασία να μην παριστάνουμε τους πάνσοφους. Κι είναι επίσης σημαντικό για την εκπαίδευσή τους, για να αγαπήσουν τη γνώση που ζητούν, να ανοίξουμε την εγκυκλοπαίδεια, ή ένα βιβλίο, και να διαβάσουμε μαζί. Να δείξουμε, δηλαδή, στο παιδί ότι αυτό που ρωτά θέλουμε κι εμείς να το μάθουμε.

Ακόμη και ερωτήσεις που μοιάζουν απλές, ενδέχεται να είναι εξαιρετικά σύνθετες. Το «γιατί βλέπουμε χρώματα;» για παράδειγμα, πρέπει να ξέρεις πολύ καλά Φυσική για να το ...........
απαντήσεις. Σε τέτοιες ερωτήσεις, θα πρέπει είτε να γνωρίζεις πολύ καλά το θέμα ώστε να μπορείς να το απλοποιήσεις για να απαντήσεις στο παιδί, είτε να του πεις «δεν ξέρω, έλα να το ψάξουμε». 

Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε… 
Πόσο απλούστερα θα ήταν τα πράγματα, αν μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε το σαιξπηρικό απόφθεγμα για να απαντήσουμε σε ένα πεντάχρονο παιδί που ρωτά αν υπάρχει Άι-Βασίλης. Θα είχαμε γλιτώσει το αιώνιο δίλημμα, να του διαλύσω το μύθο, και να το προσγειώσω απότομα από τόσο νωρίς στην πεζή πραγματικότητα, ή να του πω ψέματα; 

«Η πίστη στα υπερφυσικά πράγματα είναι φυσική ανάγκη για το παιδί» επισημαίνει ο κ. Μεταξάς. «Καθώς μεγαλώνει κι ανακαλύπτει ότι οι γονείς του δεν είναι πάνσοφοι και παντοδύναμοι, πρέπει, για να συνεχίσει να αισθάνεται ασφαλές, να τους αντικαταστήσει με κάτι άλλο, κάτι που να μην μπορεί να πέσει από τον θρόνο του. Πλάσματα όπως ο Άι-Βασίλης ή οι νεράιδες μπορούν να παίξουν αυτόν το ρόλο. Καλό είναι, λοιπόν, να μην καταρρίψουμε νωρίς αυτόν τον μύθο. 

Δε χρειάζεται, βέβαια, να πούμε ψέματα στο παιδί, επιβεβαιώνοντας κάτι που δεν πιστεύουμε. Μπορούμε να παίξουμε με τις λέξεις, λέγοντας ότι «ο Άι-Βασίλης είναι ένας μπαμπάς που μπορεί να ικανοποιήσει τις επιθυμίες των παιδιών την περίοδο των γιορτών, συμβολίζει όλους τους γονείς μαζί». Σε ένα μεγαλύτερο παιδί μπορούμε να πούμε ακόμα και ότι «υπάρχει, αφού το πιστεύεις». Γενικώς,όσο μεγαλώνει το παιδί πλησιάζουμε όλο και περισσότερο στην αλήθεια όπως την ξέρουμε εμείς. Είναι, όμως, σημαντικό αρχικά να καλλιεργούμε τη φαντασία του παιδιού. Αν του τα κάνουμε όλα πεζά δεν το βοηθάμε» καταλήγει. 

Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα 
«Μπαμπά, πού πήγε η γιαγιά;». Οι περισσότεροι γονείς απαντούν ότι πήγε στον ουρανό, έγινε άγγελος ή κάτι σχετικό, και τα περισσότερα παιδιά δεν ζητούν περαιτέρω διευκρινήσεις. «Τα παιδιά μέχρι τα 10 τους δεν αντιμετωπίζουν τον θάνατο σαν κάτι οριστικό. Η αίσθηση που έχει ένα μικρό παιδί είναι ότι φεύγεις από δω και πας κάπου αλλού, απλώς δε σε βλέπει» εξηγεί ο κ. Μεταξάς. «Αν ρωτήσουν κάτι σαν "τι γίνεται όταν πεθαίνουμε;" αυτό θα είναι γύρω στα 11-12 χρόνια τους, οπότε αρχίζουν να ανησυχούν για τον δικό τους θάνατο. Η απάντηση που θα τους δώσουμε εξαρτάται πάντα από την ερώτηση που θα μας κάνουν. Εάν, βέβαια, μας κάνουν, διότι αυτό το άγχος σπάνια εκφράζεται υπό τη μορφή ερώτησης προς τον γονιό». 

Όσο για την απάντηση, αυτή σαφώς και δεν θα είναι ξεκάθαρη ή οριστική, διότι, κακά τα ψέματα, κανείς μας δεν την ξέρει. «Για να ξεπεράσει το παιδί το άγχος του θανάτου, πολύ σημαντικότερο από το να το συζητήσει, είναι να βλέπει τους γονείς του σχετικά ευτυχισμένους, ικανοποιημένους από τη ζωή τους. Αυτό είναι το καλύτερο αντίδοτο κατά του άγχους του θανάτου, ο οποίος φαντάζει επικίνδυνος όταν δεν μπορείς να ευχαριστηθείς τη ζωή. Ένα παιδί που μεγαλώνει σε μια οικογένεια στην οποία υπάρχει ευχαρίστηση της ζωής, μπορεί να αντέξει την ιδέα του θανάτου, χωρίς να χρειάζεται να φτιάχνει στο μυαλό του φανταστικά πλάσματα που θα το στηρίξουν».

in2life.gr 

Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2012

Αντιμετωπίζοντας τις φοβίες μας






«Πρέπει να ξεχωρίσουμε τις έννοιες φοβία και...φόβος»,
 μας λέει ο κ. Παύλος Μεταξάς,
 ψυχολόγος-ψυχοθεραπευτής,
 εισάγοντάς μας στο θέμα.


«Ένας φίλος μου φοβάται την φωτιά». «Ξέρω κάποιον που φοβάται να μπει σε ασανσέρ και ανεβαίνει στον 6ο με τα πόδια κάθε μέρα». «Μια φίλη φοβάται να καταπιεί χάπια». Με αφορμή αυτές τις δηλώσεις, αποφασίσουμε να ερευνήσουμε ένα θέμα, που απ’ ό,τι φαίνεται απασχολεί και βασανίζει πολύ κόσμο: τις φοβίες.\

Τι είναι η φοβία;
«Στην περίπτωση του φόβου, υπάρχει αντικειμενικός κίνδυνος. Ο φόβος δηλαδή σχετίζεται με τα φυσικά ανακλαστικά του οργανισμού μας και είναι απολύτως φυσιολογικός αλλά και αναγκαίος. Όταν βρισκόμαστε απέναντι από ένα άγριο ζώο, φοβόμαστε, επειδή πραγματικά κινδυνεύει η σωματική μας ακεραιότητα», εξηγεί.
«Αντίθετα, η φοβία δεν σχετίζεται με αντικειμενικό παράγοντα. Δεν υπάρχει αντικειμενικός κίνδυνος, ή έστω είναι ελάχιστος σε αναλογία με τον πανικό μας», μας επισημαίνει ο κ. Μεταξάς. Η φοβία, λοιπόν, είναι κατά κάποιον τρόπο «αδικαιολόγητη», αφού επί παραδείγματι, κάποιος έχει φοβία να μην πέσει το αεροπλάνο, ενώ οι πιθανότητες να συμβεί κάτι τέτοιο είναι λιγότερες από μια στο εκατομμύριο.

Πώς δημιουργούνται οι φοβίες;
«Δεν γνωρίζουμε 100% πώς προκύπτει η φοβία», μας εξηγεί ο ειδικός, «αλλά σύμφωνα με την ψυχοδυναμική προσέγγιση, είναι αποτέλεσμα της ανάγκης του οργανισμού να μειώσει το άγχος του».
Με άλλα λόγια, έχουμε φοβίες για να μην έχουμε άγχος. Παράδοξο δεν ακούγεται; «Ο άνθρωπος έχει διάχυτο άγχος», επεξηγεί ο κ. Μεταξάς, «που ενοχλεί την ψυχική του ισορροπία, καθώς δεν γνωρίζει από πού προέρχεται. Έτσι, προσπαθεί να το μειώσει, μετατρέποντάς το σε κάτι συγκεκριμένο, άρα και αντιμετωπίσιμο». Εν ολίγοις, ο άνθρωπος ασυνείδητα επικεντρώνει την φοβία σε ένα τυχαίο αντικείμενο ή κατάσταση, ώστε να έχει κάτι απτό να αντιμετωπίσει.
«Το αντικείμενο της φοβίας δεν συνδέεται απαραίτητα με κάποιον αντικειμενικό παράγοντα, όπως για παράδειγμα μια τραυματική εμπειρία», τονίζει ο κ. Μεταξάς. «Μεταφέρουμε το άγχος μας στο φοβικό αντικείμενο, που πιθανώς είναι άσχετο με τις εμπειρίες μας», συνεχίζει.
Άλλες ψυχολογικές προσεγγίσεις κάνουν λόγο για κληρονομικό υπόβαθρο των φοβιών, καθώς συναντώνται συχνά άτομα της ίδιας οικογένειας τα οποία «μοιράζονται» την ίδια φοβία. Αυτό, όμως, μπορεί να συμβαίνει λόγω ταύτισης του παιδιού με τον γονέα και όχι εξαιτίας των γενετήσιων παραγόντων.

Φοβίες και καθημερινότητα
Τελικά, κινδυνεύουν στην ουσία οι φοβικοί; Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι οι καθημερινές πρακτικές συνέπειες της φοβίας, σύμφωνα με τον ειδικό. «Ο οργανισμός του ανθρώπου προσπαθεί με την φοβία να μειώσει το άγχος, αλλά στην πραγματικότητα ίσως κάνει τα πράγματα χειρότερα, δημιουργώντας πρακτικά προβλήματα. Σκεφτείτε κάποιον με κλειστοφοβία που μένει στον 5ο όροφο και αναγκάζεται να κουβαλά καθημερινά τα ψώνια του ανεβαίνοντας τις σκάλες», αναφέρει ο κ. Μεταξάς.
Ας γίνουμε, όμως, πιο συγκεκριμένοι. Ποιες είναι οι πιο συνηθισμένες μορφές φοβίας και πώς μπορούν να αντιμετωπιστούν;

Κλειστοφοβία
Μία από τις φοβίες που συναντώνται πιο συχνά είναι αυτή των κλειστών χώρων, γνωστή και ως κλειστοφοβία. Ασανσέρ, στενές αίθουσες, μέσα μεταφοράς όπως το μετρό και εν γένει κλειστοί χώροι αποτελούν «πηγή ιδρώτα» για όσους υποφέρουν από κλειστοφοβία. Τα τοιχώματα του χώρου φαίνονται να στενεύουν συνεχώς, ιδιαίτερα αν το άτομο είναι μόνο του. Την πνιγηρή αυτή αίσθηση γνωρίζει πολύ καλά η Χρύσα, 33 ετών, η οποία αντιμετωπίζει πρόβλημα όταν χρειάζεται να μπει σε ασανσέρ. «Αυτό άρχισε να μου συμβαίνει όταν γύρισα στην πόλη μου μετά τα φοιτητικά μου χρόνια, δεν το είχα ανέκαθεν», μας εξηγεί. «Πριν, έμενα στον τέταρτο όροφο και χρησιμοποιούσα κανονικά το ασανσέρ», συμπληρώνει.

Υψοφοβία
«Όσες φορές τυχαίνει να βρίσκομαι ψηλά σε κάποια πολυκατοικία και να κοιτάζω προς τα κάτω, πάντα νιώθω τρομερό φόβο και σχεδόν χάνω την ισορροπία μου». Ο Γιάννης, 19 ετών, στον οποίο ανήκει η παραπάνω δήλωση, προφανώς μισεί τα ύψη. «Δεν πιστεύω ότι αυτό είναι κάτι παράλογο, μπορεί στην ουσία να γνωρίζω ότι δεν κινδυνεύω αν κοιτάξω κάτω από κάπου πολύ ψηλά, π.χ. στο αεροπλάνο που έτσι κι αλλιώς δεν μπορείς να πέσεις χάνοντας την ισορροπία σου, ωστόσο το αποφεύγω για να έχω το κεφάλι μου –και το στομάχι μου- ήσυχο», λέει γελώντας.
Πώς άραγε αισθάνονται οι άνθρωποι σαν τον Γιάννη, που δεν θα άντεχαν να μείνουν σε… ουρανοξύστη; Γνωρίζουν ότι η φοβία τους δεν βασίζεται σε αντικειμενικό κίνδυνο; «Δεν έχω προσπαθήσει να το αντιμετωπίσω, γιατί δεν το θεωρώ ελάττωμα το οποίο πρέπει να διορθωθεί, και σίγουρα δεν είναι κάτι που συναντώ συνέχεια στην καθημερινότητά μου», καταλήγει ο Γιάννης.

Φοβίες για τα ζώα
Πόσες γυναίκες δεν τρέμουν στην ιδέα ότι ένα ποντίκι θα περάσει από μπροστά τους; Πόσοι από εμάς δεν ανατριχιάζουν σκεπτόμενοι την παρουσία μιας κατσαρίδας ή μιας αράχνης που μπορεί να κάνει guest εμφάνιση στο σπίτι μας; Άτακτη υποχώρηση στην θέα ενός σκυλιού στον δρόμο και κρίσεις πανικού είναι επίσης κάποιες από τις εκφάνσεις τέτοιων φοβιών.
«Δεν με ενοχλεί κανένα άλλο ζωύφιο», μας λέει η Μαρία, 27 ετών, «παρά μόνο οι κατσαρίδες. Με πιάνουν μέχρι και τα κλάματα όταν δω κάποια, φοβάμαι ότι θα με κατασπαράξει», μας εξηγεί με τον αντίστοιχο τρόμο στον τόνο της φωνής της. Ο Θανάσης, 31 ετών, από την άλλη, δεν αντέχει τις αράχνες και τα μεγάλα σε μέγεθος έντομα. «Νομίζω ότι άρχισα να τις φοβάμαι μετά από μια σχετική ταινία που είχα δει παλιότερα», θυμάται.

Αγοραφοβία
Πρόκειται για φοβία των ανοικτών χώρων και εμφανίζεται πιο συχνά στους ενήλικες και κυρίως στις γυναίκες. Ο ορισμός της αγοραφοβίας περικλείει εν γένει τις καταστάσεις κατά τις οποίες το φοβικό άτομο πιστεύει ότι είναι εκτεθειμένο και πως δεν υπάρχει έξοδος διαφυγής ή έστω διαφυγή χωρίς αίσθημα ταπείνωσης. Κρίσεις πανικού, έντονο καρδιοχτύπι και ζάλη με αίσθημα αποπροσανατολισμού είναι τα συμπτώματα της αγοραφοβίας.

Φοβίες για όλα τα γούστα
Άλλες, πιο «ιδιαίτερες» φοβίες, αλλά που όλοι έχουμε ακούσει από γνωστούς μας είναι και η «βροντοφοβία» (η φοβία δηλαδή για τις βροντές και τις αστραπές), η νεκροφοβία (φοβία για τον θάνατο ή για νεκρά σώματα), η φοβία για το σκοτάδι, η εμετοφοβία (με προφανές φοβικό αντικείμενο) και η καρκινοφοβία.

Μη φοβού…
Πώς μπορούν να αντιμετωπιστούν οι παραπάνω φοβίες; Είναι κάτι που ξεπερνιέται; Ο κ. Μεταξάς μας εξηγεί: «Κοινός παρονομαστής όλων των φοβιών είναι το υπαρξιακό άγχος. Επομένως, η ψυχοθεραπευτική παρέμβαση για την αντιμετώπισή του ίσως είναι η βάση για την μακροπρόθεσμη καταπολέμηση της φοβίας».
«Υπάρχουν, βέβαια, και οι συμπεριφορικές τεχνικές ως μέσο αντιμετώπισης, που είναι πιο αποτελεσματικές από άποψη ταχύτητας», μας αναφέρει ο ψυχολόγος, δίνοντάς μας τα παρακάτω παραδείγματα: Στην περίπτωση ενός κλειστοφοβικού ανθρώπου, ο οποίος δεν θέλει να μπει στο μετρό, η συμπεριφορική προσέγγιση υποδεικνύει την σταδιακή εξοικείωση του ατόμου με την κατάσταση.
Δηλαδή, παρουσία του ψυχοθεραπευτή ή ενός κοντινού ανθρώπου του, το φοβικό άτομο θα πρέπει να κατέβει στο μετρό, και να καθίσει για λίγο εκεί, χωρίς να μπει μέσα στο βαγόνι. Την επόμενη φορά, θα μπει μέσα στο βαγόνι για λίγο και θα ξαναβγεί, χωρίς να ταξιδέψει. Στην συνέχεια, και όταν νιώσει έτοιμος, θα μπει στο μετρό και θα ταξιδέψει για έναν σταθμό.
Με τον ίδιο τρόπο μπορεί να προσεγγιστεί και ο «τρόμος του ανελκυστήρα». Παραμονή για κάποια ώρα στον χώρο έξω από το ασανσέρ, μετά λίγες στιγμές μέσα, ίσως άνοδος για έναν όροφο, είναι τα στάδια που σιγά-σιγά πείθουν το άτομο ότι ο χώρος δεν είναι τόσο επικίνδυνος όσο νομίζει.

Έτσι, με ένα βήμα την φορά, επιτυγχάνεται η σταδιακή αποευαισθητοποίησή. «Η άμεση αντιμετώπιση της φοβίας –π.χ. ο υψοφοβικός να τίθεται επίτηδες σε ψηλά σημεία- δεν ενδείκνυται. Κατά την γνώμη μου, η αναλυτική μέθοδος –πρώτα ψυχική αναζήτηση και συζήτηση και στην συνέχεια σταδιακή αποευαισθητοποίηση είναι η προτιμότερη μέθοδος. Φυσικά, το να συνδυάζεται με την ψυχοθεραπεία για το υπαρξιακό άγχος είναι και το πιο σωστό», καταλήγει ο κ. Μεταξάς.

www.in2life.gr

Αμφιφυλοφιλία: Έρωτας και αμφισβήτηση


του Γιώργου Κόκουβα

Το in2life μιλάει με τον ψυχολόγο-ψυχοθεραπευτήκ. Παύλο Μεταξά, αλλά και με πέντε «αντιπροσώπους» της αμφισεξουαλικής προτίμησης, και μαθαίνει την αλήθεια πίσω από τον «κομμένο στα δύο» ερωτισμό. 




Αμφιφυλοφιλία. Καθώς γράφεται η πρώτη λέξη αυτού του δημοσιεύματος, ο επεξεργαστής κειμένου την υπογραμμίζει αυτόματα με κόκκινο. Κάνει και η τεχνολογία διακρίσεις; Με περίσσια άνεση γίνεται λόγος σήμερα για την gay κοινότητα, αλλά στο ίδιο τσουβάλι μπαίνει αυτόματα η «αόρατη» διαφορετικότητα, αυτή των αμφιφυλόφιλων. Πόσο μακριά από την ομοφυλοφιλία και την ετεροφυλοφιλία βρίσκονται; 


«Φυσιολογικοί» ορισμοί Κάθε συζήτηση γύρω από το τι είναι «φυσιολογικό» είναι μάλλον ανώφελη, καθώς ο καθένας ορίζει το «νορμάλ» σύμφωνα με τις δικές του προσλαμβάνουσες. «Δεν υπάρχει φυσιολογικό, σε επίπεδο ψυχολογικό», μας λέει ο ψυχολόγος-ψυχοθεραπευτής κ. Παύλος Μεταξάς. «Αν θέλουμε να μπούμε σε μια τέτοια κουβέντα, αυτό που μπορούμε να πούμε είναι πως “δεν γεννιόμαστε τίποτα”. Όλοι γεννιόμαστε πανσεξουαλικοί», αναφέρει. 

Ο κ. Μεταξάς μας ανέλυσε την ενδιαφέρουσα θεωρία της ψυχοδυναμικής ψυχολογίας για τον τρόπο κατά τον οποίο διαμορφώνεται ο σεξουαλικός προσανατολισμός. Αλλά προτού την παραθέσουμε, αξίζει να δούμε πώς ορίζουν οι ίδιοι οι αμφιφυλόφιλοι την σεξουαλική τους ταυτότητα. «Πρόκειται για την ρομαντική ή και σεξουαλική έλξη ατόμων προς άτομα τόσο του ίδιου όσο και του αντίθετου φύλου και μπορεί να συμβεί στον οποιονδήποτε κατά την γνώμη μου, όταν νιώσει έντονη έλξη από το φύλο που τον προσεγγίζει», μας λέει η Μ.Μ, 19 ετών. «Ο μοναδικός ορισμός που μπορεί να δοθεί είναι η σεξουαλική και συναισθηματική έλξη που νιώθουμε απέναντι και στα δύο φύλα. Μπορεί να έχεις πάει με ένα από τα δύο φύλα ή και με κανέναν αλλά να θέλεις να πειραματιστείς και να εξερευνήσεις τις ομοφυλοφιλικές δραστηριότητες», συμπληρώνει η Σ.Μ., 21 ετών από την Αθήνα, η οποία μας λέει πως συνειδητοποίησε την έλξη της και από τα δύο φύλα στην ηλικία των 11 ετών, χωρίς όμως να μπορεί να το εξηγήσει μέσα της. 


Πώς καταλήγει, όμως, ένας άνθρωπος να έλκεται και από τα δύο φύλα, κατά την επιστήμη της ψυχολογίας; «Υπάρχει μία πορεία από την στιγμή που γεννιέται ένα παιδί μέχρι να σχηματίσει ταυτότητα φύλου», μας λέει ο κ. Μεταξάς. «Όταν γεννιόμαστε, δεν έχουμε αίσθηση αρσενικού ή θηλυκού και δεν την αποκτούμε παρά στα τρία μας έτη, οπότε και ο άνθρωπος γίνεται ετεροσεξουαλικός, δηλαδή μεταφέρει την επιθυμία του από τον εαυτό του προς άλλα άτομα, συνήθως μάλιστα προς το σημαντικότερο άτομο του περιβάλλοντός του, που είναι η μητέρα για τα αγόρια και ο πατέρας για τα κορίτσια», μας εξηγεί. 


«Στην ηλικία των τεσσάρων ετών παύει αυτό το οιδιποδιακό στάδιο και πλέον το κάθε παιδί ταυτίζεται με τον γονέα του ίδιου φύλου», μας λέει ο κ. Μεταξάς. Με άλλα λόγια, το αγόρι έχει ως πρότυπο τον μπαμπά του. Επομένως, όπως κι ο μπαμπάς του, έτσι και το αγοράκι επιθυμεί το αντίθετο φύλο. Όχι πάντα, ωστόσο. Όπως μας εξηγεί ο ειδικός, όταν στην οικογένεια η μητέρα κρατά τον ρόλο του «μπαμπά», ενώ ο πατέρας είναι πιο φιλικός, πιο τρυφερός, το αγόρι ταυτίζεται με αυτή την πλευρά του πατέρα. «Επομένως», καταλήγει ο κ. Μεταξάς «γίνομαι ετερόφυλος επειδή στα τέσσερά μου ταυτίζομαι με τον αρσενικό μπαμπά μου, γίνομαι ομοφυλόφιλος επειδή ταυτίζομαι με τον “θηλυκό” μπαμπά μου, και υπάρχει και η ενδιάμεση κατηγορία των παιδιών, που στην κρίσιμη περίοδο των 3-4 ετών διοχετεύουν την επιθυμία τους προς άλλα άτομα, αλλά χωρίς να έχουν αποκτήσει ακόμη ταυτότητα φύλου». Οι αμφιφυλόφιλοι. 

Φυσικά, αυτή η ταύτιση ή μη με τον γονιό είναι μόνο ένας από τους παράγοντες που καθορίζουν την σεξουαλική προτίμηση. Κληρονομικοί παράγοντες, όπως τα επίπεδα τεστοστερόνης είναι εξίσου σημαντικοί, η προσωπικότητα του καθενός παίζει επίσης ρόλο, ενώ υπάρχουν και τα «υπόγεια στοιχεία». Ο ειδικός μας εξηγεί: «Όταν οι γονείς αποκτούν ένα αγοράκι, ενώ ήθελαν κορίτσι, το παιδί “πιάνει” μέσα από στοιχεία της συμπεριφοράς τους την επιθυμία τους και προσπαθεί να ανταποκριθεί σε αυτήν, να γίνει δηλαδή αυτό που ήθελαν». 

«Καθώς γεννιόμαστε όλοι πανσεξουαλικοί», συνεχίζει ο κ. Μεταξάς, «όλοι έχουμε ανάγκες ετεροσεξουαλικότητας προς το ίδιο φύλο. Απλώς οι περισσότεροι συνήθως πραγματοποιούν στην παιδική ηλικία σωστή απώθησή τους ενώ άλλοι όχι», καταλήγει. 

Δυσκολίες… επί δύο Μπορεί η κοινωνία να αποδεχθεί κάθε άνθρωπο, ανεξάρτητα από τις σεξουαλικές του προτιμήσεις; «Από την στιγμή που υπάρχουν κοινωνικές διακρίσεις για οτιδήποτε διαφορετικό σ’ αυτήν την κοινωνία, είναι λογικό κι επόμενο να υπάρχουν διακρίσεις και απέναντι στους bisexual»,μας λέει η Ε.Π., 20 ετών, ενώ η Σ.Μ., 21 ετών, συμπληρώνει με νόημα: «υπάρχει διάκριση είτε από τις κοινωνικές δομές που υποδεικνύουν πως το να είσαι ετεροφυλόφιλος είναι το μόνο φυσιολογικό και αποδεκτό, είτε από την κυβέρνηση, την εκκλησία, την παιδεία, καθώς και διάφορες επιχειρήσεις που κάνουν διακρίσεις με βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό». 



http://www.in2life.gr/features/notes/articles/195655/article.aspx